Ολη η αλήθεια γύρω από τη διάγνωση και τη θεραπεία της Λεϊσμανίασης του σκύλου (και της γάτας)

Του Δρ Μιχάλη Πελεκανή

Η Λεϊσμανίαση είναι μια συχνή και ευρέως γνωστή νόσος. Ωστόσο, αποτελεί μια πολύπλοκη ασθένεια με ένα μεγάλο φάσμα κλινικών συμπτωμάτων (πίνακας 1) και εργαστηριακών ευρημάτων, τα οποία ο κάθε κλινικός οφείλει να συγκεντρώνει και να καταγράφει κατά τη διάρκεια της διάγνωσης, με απώτερο στόχο τη σταδιοποίηση της ασθένειας και την εφαρμογή ξεχωριστής θεραπείας για την κάθε περίπτωση.

Οι βασικοί μύθοι, οι οποίοι φαίνονται εκ του αποτελέσματος να καταρρίπτονται είναι οι ακόλουθοι:

Α) Ότι δεν υπάρχει θεραπεία
Β) Ότι μπορεί να μεταδοθεί σε σκύλο του γειτονικού κλουβιού και να προκαλέσει στον κυνηγό πανωλεθρία
Γ) Ότι μπορεί εύκολα να μεταδοθεί στον άνθρωπο

Οι πιθανότητες που υπάρχουν για να μεταδοθεί από τον ένα σκύλο σε ένα άλλο που γειτνιάζει, είναι οι ίδιες με τις πιθανότητες να μεταδοθεί σε ένα σκύλο που διαβιεί 5 km μακριά (Η Κύπρος είναι ενδημική χώρα). Ο φλεβοτόμος (σκνίπα) που αποτελεί τον κυριότερο τρόπο μετάδοσης της συγκεκριμένης ασθένειας, προτιμά μεταξύ ανθρώπου και ζώου, να τραφεί από το ζώο και ακόμη εάν δεν υπάρχει ζώο, να μην τραφεί καθόλου. Αυτά έχουν καταδείξει εργασίες που αφορούν στον φλεβοτόμο και έγιναν στο Πανεπιστήμιο της ιατρικής σχολής της Κρήτης.
Σε ό,τι αφορά τώρα το κομμάτι της θεραπείας, θα αναφερθεί εκτενέστερα παρακάτω.

Διάγνωση της ασθένειας:

Υπάρχουν δύο καταστάσεις με τις οποίες μπορεί να βρεθεί αντιμέτωπος ένας κλινικός:
α) σκύλοι με κλινικά συμπτώματα συμβατά (πίνακας 1) ή και εργαστηριακές ανωμαλίες (πίνακας 2)
β) διάγνωση σε υγιείς σκύλους της Λεϊσμανίασης

Ακούγεται οξύμωρο το να αναφέρεται κανείς στη διάγνωση της νόσου σε υγιείς σκύλους. Παρόλα αυτά, σε μια ενδημική χώρα όπως είναι η Κύπρος, το 80% των κατοικιδίων μολύνονται από τον φλεβοτόμο και από το σημείο αυτό, εναπόκειται στον ίδιο τον οργανισμό του ζώου για το πώς θα αντιδράσει απέναντι στη συγκεκριμένη ασθένεια.
Μέσα στον κάθε ζωντανό οργανισμό, διατηρείται μια ισορροπία μεταξύ κυτταρικής ανοσίας (κύτταρα του οργανισμού και ουσίες που καταπολεμούν μια ασθένεια) και χημικής ανοσίας (παραγωγή αντισωμάτων). Τα ζώα στα οποία αναπτύσσεται χημική ανοσία και παράγονται αντισώματα, νοσούν (το 20% του συνολικού αριθμού ζώων που μολύνθηκαν). Τα ζώα στα οποία αναπτύσσεται κυτταρική ανοσία, παραμένουν φορείς, η νόσος ελέγχεται πλήρως και τα ζώα είναι υγιή.
Λαμβάνοντας υπόψη τον τρόπο με τον οποίο η ίδια η φύση δουλεύει απέναντι στη συγκεκριμένη ασθένεια, στόχος της θεραπείας είναι η μετατροπή ενός μολυσμένου οργανισμού που έχει αναπτύξει χημική ανοσία και νοσεί, σε μολυσμένο οργανισμό, ο οποίος έχει αναπτύξει κυτταρική ανοσία και δε νοσεί.

Το κάθε περιστατικό πρέπει να ελέγχεται με τους ακόλουθους τρόπους:
1) Έλεγχος και καταγραφή κλινικών συμπτωμάτων
2) Τεστ σε επίπεδο κλινικής για την ασθένεια
3) ‘Έλεγχος και καταγραφή αιματοβιοχημικών ευρημάτων
4) Κυτταρολογική εξέταση μετά από παρακέντηση διογκωμένων λεμφογαγγλίων για την ανεύρεση των λεϊσμανιών με το μικροσκόπιο
5) ‘Έλεγχος του τίτλου αντισωμάτων στέλνοντας δείγματα στο κρατικό χημείο.

Στο σημείο αυτό πρέπει να τονιστεί ότι στο κρατικό χημείο στέλνουμε δείγματα αίματος για να μετρήσουμε τον τίτλο αντισωμάτων που έχει το αναπτύξει το ζώο απέναντι στη νόσο, γιατί αυτό θα μας βοηθήσει στο να σταδιοποιήσουμε τη νόσο και αργότερα να διαπιστώσουμε το αποτέλεσμα της θεραπευτικής αγωγής, επαναλαμβάνοντας τη διαδικασία.
Είναι πασιφανές ότι ο υγιής σκύλος που είναι μολυσμένος με λεϊσμάνια έχει:
Αρνητικά κλινικά ευρήματα ,θετικό snap test σε κλινικό επίπεδο, αρνητικά αιματοβιοχημικά ευρήματα, χαμηλό ή αρνητικό τίτλο αντισωμάτων από το κρατικό χημείο και αρνητική κυτταρολογική εξέταση λεμφογαγγλίων.

Για τον λόγο αυτό, πρέπει σε κάθε περιστατικό να γίνεται η κυτταρολογική εξέταση του λεμφογαγγλίου. Αυτή η εξέταση θα αποδείξει ότι ο μολυσμένος σκύλος είναι υγιής.
Θεραπευτική επιλογή: Στόχος της θεραπείας είναι ο έλεγχος των κλινικών συμπτωμάτων, των αιματοβιοχημικών ανωμαλιών, η σαφέστατη μείωση του τίτλου αντισωμάτων, η αποφυγή της επανεκδήλωσης των συμπτωμάτων και η μείωση του παρασιτικού φορτίου που έχει το ζώο, έτσι ώστε να μεταδοθεί και η μετάδοση της ασθένειας. Για τον λόγο αυτό, μια συγκεκριμένη ομάδα επιστημόνων που ονομάζεται «Leish Vet Group» προτείνει την παρακάτω σταδιοποίηση των ζώων και την εφαρμογή σε κάθε περίπτωση της ανάλογης θεραπείας.

Στάδιο 1: Ζώα με χαμηλό τίτλο αντισωμάτων (1:100 ή 1:200), ήπια κλινικά συμπτώματα και καθόλου αιματοβιοχημικές ανωμαλίες.
Σε αυτή την κατηγορία των ζώων, δεν εφαρμόζεται θεραπεία ή χρησιμοποιούνται τοπικά αντιπαρασιτικά φάρμακα, τα οποία μειώνουν τη μετάδοση της ασθένειας σε άλλα ζώα. Τα ζώα αυτά, πρέπει να παρακολουθούνται στενά και να επανεξετάζονται σε τακτά χρονικά διαστήματα από τους κτηνιάτρους. Για λόγους ασφαλείας, θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί αλλοπουρινόλη σαν μονοθεραπεία.

Η πρόγνωση είναι ευνοϊκή.

Στάδιο 2: Ζώα με χαμηλό έως ψηλό τίτλο αντισωμάτων (μεγαλύτερο από 1:200), πιο σοβαρά κλινικά συμπτώματα, αιματοβιοχημικές ανωμαλίες, χωρίς όμως να έχουν επηρεαστεί οι νεφρικές λειτουργίες. Στην εξέταση ούρου τα ζώα μπορούν να εμφανίζουν ελαφριά αυξημένο τον λόγο πρωτεϊνών-κρεατινίνης. Για αυτά τα ζώα, το κλασσικό πρωτόκολλο θεραπείας είναι η χορήγηση αλλοπουρινόλης σε συνδυασμό με αντιμονιούχου μεγλουμίνης ή μιλντεφοσίνης.

Η πρόγνωση είναι καλή έως επιιφυλακτική.

Στάδιο 3: Στην κατηγορία αυτή, ανήκουν τα ζώα με χαρακτηριστικά του σταδίου 2 συν την παρουσία χρόνιας νεφρικής νόσου, σταδίου 1 ή 2, δηλαδή ο λόγος πρωτεϊνών κρεατινίνης να είναι μεγαλύτερος από 1 και η κρεατινίνη στο αίμα να έχει συγκέντρωση 1,4-2 mg/dl. Η θεραπεία σε αυτά τα ζώα στηρίζεται στη χορήγηση αλλοπουρινόλης μαζί με αντιμονιούχο μεγλουμίνη ή μιλντεφοσίνη σε συνδυασμό με φάρμακα νεφρικής υποστήριξης.

Η πρόγνωση είναι επιφυλακτική έως φτωχή.

Στάδιο 4: Ζώα που έχουν όλα τα χαρακτηριστικά ευρήματα του σταδίου 3 συν του γεγονότος της παρουσίας χρόνιας νεφρικής νόσου σταδίου 3 και 4 (δηλαδή λόγος πρωτεϊνών-κρεατινίνης μεγαλύτερος από 5 και η κρεατινίνη στο αίμα να έχει συγκέντρωση μεταξύ 20-5 mg/dl)
Η θεραπεία συνίσταται στη χορήγηση αλλοπουρινόλης μαζί με φάρμακα νεφρικής υποστήριξης.
Τα ζώα αυτά έχουν δυσμενή πρόγνωση.

Ένα πολλά υποσχόμενο φάρμακο το οποίο φαίνεται ότι στο μέλλον ίσως να αποτελεί εναλλακτικό τρόπο θεραπείας για τη λεϊσμάνια, είναι η αμινοσιδίνη, που είναι φάρμακο κατηγορίας αντιβιωτικού. Παρόλα αυτά η χρήση του βρίσκεται ακόμα σε πειραματικά στάδια.

Έλεγχος και παρακολούθηση του ζώου συστήνεται να γίνεται κάθε 6-12 μήνες στην οποία το ζώο υποβάλλεται σε αιματοβιοχημικές εξετάσεις, αναλύσεις ούρου και παρακολούθηση του τίτλου αντισωμάτων από το Κρατικό χημείο.

‘Αρα το πιο σημαντικό είναι η σωστή και έγκαιρη διάγνωση και η σωστή αντιμετώπιση σε περίπτωση που εντοπιστεί η ασθένεια στα πρώτα στάδια. ‘Αρα η λεισμάνια είναι αντιμετωπίσημη σχεδόν σε όλα τα σταδια και πρέπει να γνωρίζουμε σε ποιο στάδιο εία ι ο σκύλος μας και να το αντιμετωπίσουμε σωστά.